πόδες

πόδες
πούς
foot
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • ιππόποδες — ἱππόποδες, οί (Α) (ονομασία μυθικής φυλής τής Σαρματίας) άνθρωποι που είχαν οπλές ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + ποδες (< πους), πρβλ. κονιορτό ποδες, κυνή ποδες] …   Dictionary of Greek

  • κυνήποδες — οι (Α κυνήποδες, Μ κυνόποδες) οι αρθρώσεις τών ποδιών τού ίππου μεταξύ τού πήχεως και τού μεσοκυνίου, κν. πουλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + πόδες (< πούς), πρβλ. ιππό ποδες, κονιορτό ποδες] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… …   Dictionary of Greek

  • τρίμετρος — η, ο/τρίμετρος, ον, ΝΜΑ 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από τρία μέτρα, δηλαδή στους ιαμβικούς, τροχαϊκούς και αναπαιστικούς στίχους, αυτός που αποτελείται από τρεις διποδίες, ενώ στους δακτυλικούς αυτός που αποτελείται από τρεις απλούς… …   Dictionary of Greek

  • άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • εξάποδος — η, ο (AM ἑξάπους, ουν, Μ και ἑξάποδος, η, ον) αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα όρος που… …   Dictionary of Greek

  • ετερόπλοκος — ἑτερόπλοκος, ον (Α) φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ πλοκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”